Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2011

Συνάντηση Ιανουαρίου 2012

Καλή χρονιά!

Διαλέξαμε για την επόμενη φορά ΔΥΟ βιβλία, το ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ, των Καστοριάδη και Κον-Μπεντιτ, από τις εκδόσεις Κέδρος, και μια που έρχονται και γιορτές, και ένα μυθιστόρημα, το UBIK του Φίλιπ Ντικ, από τις εκδόσεις Τόπος.

Η επόμενη συνάντηση της λέσχης μας θα γίνει την ΔΕΥΤΕΡΗ Πέμπτη του μήνα Ιανουαρίου, εκτάκτως λόγω εορτών, δηλαδή στις 12.1.12 (Ολυμπιάδα, 20.30).

Υπερπληθυσμός και Κοινωνική Οικολογία

Συζητήσαμε το Μύθο του Υπερπληθυσμού και την Κοινωνική Οικολογία του Bookchin σε «διάλογο» με την συνέντευξη του Καστοριάδη που τιτλοφορείται «Η Επαναστατική Δύναμη της Οικολογίας» που είχε δώσει το 1993 στο γαλλικό περιοδικό «Πράσινος Πλανήτης». Το ίδιο το ζήτημα του υπερπληθυσμού δεν μας απασχόλησε τόσο, αφού η ομήγυρη συμφώνησε με τα επιχειρήματα του βιβλίου, ότι δεν υπάρχει πραγματικό πρόβλημα υπερπληθυσμού στον πλανήτη, τουλάχιστον σίγουρα όχι όσον αφορά τους φυσικούς πόρους της γης (με κριτήριο την διάθεσή τους, ανεξάρτητα από τους τρόπους με τους οποίους το ανθρώπινο είδος τους χρησιμοποιεί), αλλά τίθεται ως πρόβλημα με σκοπό τον έλεγχο των γεννήσεων, δηλαδή, τον έλεγχο των ανθρώπινων κοινωνιών (εννοείται, των γεννήσεων των ασθενέστερων ανθρώπων επί της γης, αφού οι γεννήσεις των ισχυρότερων δεν ενοχλούν κανέναν).

Αναφερθήκαμε σε μια «φάλτσα» λίγο εκκίνηση της επιχειρηματολογίας του Μπούκτσιν στην «Κοινωνική Οικολογία» όπου αφήνεται να εννοηθεί ότι κάποτε στην ανθρώπινη ιστορία έχει ίσως υπάρξει κοινωνία που ζούσε με πιο αρμονικό τρόπο μέσα στη φύση – συνυπήρχε δηλαδή με αυτήν – απ’ ότι εμείς σήμερα, όχι επειδή αμφισβητούμε ότι πράγματι μια τέτοια κοινωνία υπήρξε, αλλά θεωρώντας ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει σημείο αναφοράς για να αναπτυχθεί η θεωρία της οικολογίας – ή, μάλλον, καλύτερα, οποιαδήποτε θεωρία οποιασδήποτε οικολογίας (αφού κατά κοινή ομολογία υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεωρήσεις μέσα στο κίνημα της οικολογίας, πέρα από το «δίπολο» κοινωνική οικολογία – βαθιά οικολογία, που εξετάζει ο Μπούκτσιν στο βιβλίο του). Δεν χρειάζεται να έχει υπάρξει ένας ιδανικός κόσμος ο οποίος «έπεσε στην αμαρτία» της υπερεκμετάλλευσης της γης κτλ – αρκεί η διανοητική αυτή θέση να είναι επίτευγμα ενός ώριμου πολιτισμού, ή τουλάχιστον κάποιων διανοούμενών του.

Στο σημείο αυτό τέθηκε το ερώτημα, μήπως τυχόν είναι τεχνητό το ζητούμενο να θέλουμε να είμαστε οικολόγοι, δηλαδή να προσεγγίζουμε τον «αυτό-περιορισμό» του Καστοριάδη, εάν ισχύει ότι «η φύση» του ανθρώπου είναι να εξαπλώνεται, όπως άλλωστε είναι και «η φύση» του κάθε οργανισμού που είχε κάποτε την τύχη να μελετηθεί σε εργαστηριακές συνθήκες, δηλαδή, με αφαίρεση των οποιωνδήποτε τυχόν εχθρών ή εμποδίων (σε συνθήκες χωρίς κινδύνους όλοι οι οργανισμοί που έχουν μελετηθεί τείνουν να εξαπλωθούν ραγδαία). Δεν διαφέρει δηλαδή το ανθρώπινο ζώο σε αυτό. Η διαφοροποίησή του από τα άλλα είδη είναι το πρόβλημα που δημιουργείται με την κατά παράδοση στους ανθρώπινους πολιτισμούς ιεραρχική οργάνωση των κοινωνιών του, που είναι πρόβλημα πολιτικό. Φαίνεται δηλαδή ότι μια κοινωνία οικολογίας μπορεί να πραγματωθεί μάλλον σε συνθήκες αναρχίας – αυτό εντοπίζει και ο Μπούκτσιν, και γι αυτό στράφηκε σε αναρχοσοσιαλιστικές θεωρήσεις ήδη από την δεκαετία του 1960 για να διαμορφώσει και τις δικές του θέσεις. Χαρακτηριστικά, η ελληνική βικιπαιδεία αναφέρει:

«Κοινωνική οικολογία ονομάζεται η προσέγγιση εκείνη του οικολογικού κινήματος που θεωρεί ότι οι αιτίες των προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα το φυσικό περιβάλλον (π.χ. η κλιματική αλλαγή, η περιβαλλοντική ρύπανση κλπ) είναι κοινωνικές, δηλαδή οφείλονται στο επικρατές σήμερα κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό σύστημα, τον καπιταλισμό, ή και στον μαρξιστικό - λενινιστικό κομμουνισμό, όπως αυτός εφαρμόστηκε στις λαϊκές δημοκρατίες κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα υπό τη μορφή «δικτατορίας του προλεταριάτου». Η κοινωνική οικολογία, όπως και οι άλλες τάσεις του οικολογικού κινήματος, αναδύθηκε μέσα από τα νέα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 1960.
Η κοινωνική οικολογία εντάσσεται ιδεολογικά στον πράσινο αναρχισμό και αποτελεί σήμερα μία από τις βασικές και περισσότερο στέρεα θεωρητικά θεμελιωμένες κατευθύνσεις του. Ωστόσο, πολλές από τις ιδέες της τις ενστερνίζονται και ομάδες της ευρύτερης Αριστεράς. Μέσω του έργου του Μάρεϊ Μπούκτσιν, κύριου θεωρητικού της κοινωνικής οικολογίας μετά τη δεκαετία του 1960, η τελευταία έχει συνδεθεί με τη δική του εκδοχή ελευθεριακού σοσιαλισμού, τον ελευθεριακό κοινοτισμό.»

Μια ακόμα διαφορά του ανθρώπινου από τα μη ανθρώπινα ζώα είναι ότι ο άνθρωπος, στους σύγχρονους τουλάχιστον πολιτισμούς, έχει συνείδηση της ικανότητάς του να καταστρέφει τους φυσικούς πόρους, αλλά και συνείδηση της ικανότητάς του να μεταβάλλει τα πράγματα προς την κατεύθυνση μιας ουτοπίας. Επίσης έχει συνείδηση του ότι μπορεί να αφανίσει ένα άλλο είδος, ή ότι μπορεί να το προστατέψει από την εξαφάνιση με εκούσιες δράσεις.

Αναζητώντας, εμείς, οικολογικού τύπου κοινωνίες στους σύγχρονους πολιτισμούς αναφερθήκαμε στις λεγόμενες «οικοκοινότητες» - οι οποίες όμως είναι συνειδητή επιλογή των ανθρώπων που τις δημιουργούν, δεν πρόκειται δηλαδή για μια εξέλιξη κοινωνικής δομής από προγενέστερη πιο ανώριμη φάση. Αν ο πληθυσμός σε μια οικοκοινότητα αυξανόταν πολύ, δεν ξέρουμε αν θα συνέχιζε να λειτουργεί με τον ίδιο «οικολογικό» και αυτοδιαχειριζόμενο τρόπο. Η ανάγκη (λόγω έλλειψης φυσικών πόρων, για παράδειγμα) φαίνεται να είναι η κινητήριος δύναμη για την λειτουργία τέτοιων κοινοτήτων. Η ευημερία φαίνεται μάλλον να οδηγεί στην οκνηρία, όπου το άτομο τεμπελιάζει αρκετά για να «αυτό-περιοριστεί» και τείνει να παραβιάσει τους «κανόνες» μιας τέτοιας κοινότητας.

Αναφερθήκαμε σε ορισμένα πειράματα που εξετάζουν τη συμπεριφορά ζώων, τα οποία δείχνουν ότι σε πολλές ομάδες ένα άτομο φαίνεται να είναι πιο ισχυρό ή δυνατό (με την έννοια της ενεργητικότητας και της αποτελεσματικότητας στην εκτέλεση κάποιων δράσεων), όμως, αυτή η ιδιότητά του δεν φαίνεται να εγκαθιδρύει μια κυριαρχική ιεραρχία ανάμεσα στα ζώα της ομάδας, αντιθέτως, η δράση του ικανού ζώου δίνει τη δυνατότητα στα υπόλοιπα να τραφούν, ενώ αν το δυνατό απουσιάσει, κάποιο άλλο θα αναλάβει το ρόλο του ατόμου, για παράδειγμα, που φέρνει φαγητό στα υπόλοιπα ζώα. Ίσως λοιπόν ο ρόλος αυτός υπάρχει και στις κοινωνίες άλλων ζώων, όμως χρησιμοποιείται με άλλο στόχο και όχι την κυριαρχία ανθρώπου επί ανθρώπου ως αυτοσκοπό. Ίσως αυτά τα επιτεύγματα που θεωρούμε ότι έχουν εμφανιστεί σε ώριμους ανθρώπινους πολιτισμούς (δηλαδή η απάλειψη των κυριαρχικών δομών και των ιεραρχικών σχέσεων) να μην είναι παρά βιολογικές επιταγές…

Μήπως λοιπόν μια θεωρία οικολογίας να είναι απλώς μια ηθική στάση ενός προσώπου και όχι μια έκφραση μιας κοινωνικής εξέλιξης? Ή μήπως αν συνεργαστούν πολλοί άνθρωποι με την ίδια ηθική έχουμε τελικά μια οικολογική κοινωνία? Λέει ο Καστοριάδης «Δεν βλέπω κανένα φιλόσοφο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο θεμελιωτής της οικολογίας. Σίγουρα υπάρχει, μεταξύ των Άγγλων, Γερμανών και Γάλλων Ρομαντικών, μία «Αγάπη της φύσης». Αλλά η οικολογία δεν είναι «η αγάπη της φύσης». Είναι η αναγκαιότητα του αυτό-περιορισμού (δηλαδή, η αληθινή ελευθερία) του ανθρωπίνου είδους σε σχέση με τον πλανήτη πάνω στον οποίο, από τύχη, υπάρχει και τον οποίο έχει βαλθεί να καταστρέψει. Από την άλλη πλευρά, σίγουρα κάποιος μπορεί να βρει σε διάφορες φιλοσοφίες αυτή την υπεροψία, αυτή την ύβρη, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, την υπερβολική οίηση ή την προπετή υπερβολή, οι οποίες ενθρονίζουν τον άνθρωπο στη θέση του «άρχοντα και κυρίου της φύσης» — ένας ισχυρισμός που είναι στην πραγματικότητα εντελώς γελοίος. Δεν είμαστε καν άρχοντες αυτού που εμείς θα κάνουμε, ξεχωριστά, αύριο ή σε μερικές βδομάδες. Όμως, η Ύβρις πάντα προκαλεί τη Νέμεση, την τιμωρία, και αυτό είναι που διακινδυνεύουμε να συμβεί σε εμάς.»

Δηλαδή, είναι η οικολογία ένα σύστημα ηθικών αξιών ή ένα κοινωνικό/πολιτικό κίνημα? Εξ άλλου, μήπως συμβαίνει τελικά οι πολιτισμοί να μην ωριμάζουν (όσον αφορά τις ηθικές στάσεις των ανθρώπων), αλλά απλώς να εμφανίζονται πάνω στον πλανήτη σε τυχαία σειρά και με τυχαίους συνδυασμούς, τόσο τυχαίους και με την ίδια πιθανότητα να εμφανιστούν, ίσως και περισσότερες από μία φορές, που μετά από ορισμένα χρόνια να ξαναβρεθούμε εμείς οι ίδιοι πάλι εδώ να κάνουμε τις ίδιες συζητήσεις? Κάτι τέτοιο είχε γράψει ο Καζαντζάκης, κάτι τέτοιο αφήσαμε κι εμείς να αιωρείται στον αέρα χωρίζοντας το βράδυ.